Γκρι Άγνοια

Posted in Uncategorized on October 31, 2016 by imprisoned

Έβγαλε ένα τσαλακωμένο πακέτο απο την τσέπη , πήρε ενα τσιγάρο και το άναψε. Ο καπνός πλανήθηκε για λίγο στον αέρα και γρήγορα ενώθηκε με την μυρωδιά απο αλκοόλ, κάνοντας την ατμοσφαίρα στο δωμάτιο ακόμα πιο ανυπόφορη.

Το θεώρησε σαν κάποιο είδος τιμωρίας την οποία ακόμα πάσχιζε να κατανοήσει. Σηκώθηκε και έκλεισε τις κουρτίνες. Τα φώτα χαμήλωσαν, αλλά οι φωνές συνέχισαν στην ίδια με πριν ένταση, θυμίζοντας περασμένες γιορτινές μέρες.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι ζαλισμένος και συνέχισε να καπνίζει κοιτάζοντας το ταβάνι. Όταν μετά απο ώρα γύρισε το κεφάλι του, είδε μια θολή σιλουέτα να του χαμογελά κοιτάζοντας τον στα μάτια. Χωρίς να σβήσει το τσιγάρο άπλωσε το χέρι να την αγκαλιάσει. Τα μάτια της έλαμψαν και αποδεχόμενος την πρόσκληση της, την τράβηξε κοντά του μέχρι που το άρωμα της του χάρισε τον πρώτο ήρεμο ύπνο μετά απο μήνες.

Όταν ξύπνησε τα φαντάσματα είχαν εξαφανιστεί, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη. Είδε πιο πολλές ρυτίδες απ’οσες θυμόταν, είδε γκρίζα μαλλιά και κόκκινα μάτια, και για πρώτη φορά είδε ρωγμές , ρωγμές σε μια μάσκα που θεωρούσε απαραίτητη προστασία. Συνειδητοποιώντας με φόβο και μια πρωτόγνωρη ντροπή την γύμνια του, προχώρησε προς το μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Το αποτρόπαιο χαμόγελο που αντίκρισε στον καθρέπτη τον έκανε να χαμηλώσει τα φώτα και να βεβαιωθεί πως πλέον αυτό ήταν το στέμμα του, αποτσίγαρα και αλκοόλ.

Αντιπερισπασμοί

Posted in Uncategorized on October 6, 2015 by imprisoned

Ήξερε οτι δεν θα άλλαζε τίποτα, παρολαυτα ακούμπησε τα χρήματα στο τραπέζι και την άφησε να κάνει την δουλειά της.
Ούτε οι φωνές απο τα διπλανά δωμάτια, ουτε η φασαρία απο τον δρόμο τον ενοχλούσαν ιδιαίτερα, είχε καρφώσει το βλέμμα στον τοίχο πίσω απο την γυμνή φιγούρα που χόρευε πάνω του και προσπαθούσε να σκεφτεί.
Όλα τελείωσαν γρήγορα, σύντομα ήταν μόνος στο δωμάτιο και η νύχτα είχε σχεδόν περάσει. Σηκώθηκε, ντύθηκε αργά και ξεκλείδωσε την πόρτα. Προσπέρασε την νεαρή στη ρεσεψιόν και βγήκε έξω.
Θυμήθηκε την ερώτηση της, μήνες πριν, “είσαι ευτυχισμένος ; “τον είχε ρωτήσει, με ένα τρόπο που φώτισε αλήθειες τις οποίες αρνιόταν να δει μέχρι τότε, “ δεν ξέρω” είχε απαντήσει παθητικά μετά από αρκετή ώρα.
Κατηφόρισε στο δρόμο με ένα μειδίαμα στα χείλη, “οχι ακόμα” μονολόγησε φωναχτά και μερικοί περαστικοί γύρισαν και τον κοίταξαν απορημένοι. Το ξαφνικό ενδιαφέρον από τόσους άγνωστους τον πείραξε λιγότερο απ όσο περίμενε, κι έτσι συνέχισε να περπατάει καμαρωτός, σαν κάποιος που ήξερε που πηγαίνει.

Σημάδια

Posted in Uncategorized on July 6, 2015 by imprisoned

Βιαστικός και αδύναμος όπως πάντα, πήγε απο νωρίς στο ραντεβού. Παρήγγειλε το πιο φθηνό ουίσκι στον κατάλογο και περίμενε κοιτάζοντας το τζάμι. Μουντός καιρός με μια μυρωδιά βροχής πριν αρχίσει να βρέχει, κακός οιωνός σκέφτηκε. Το μαγαζί άδειο και ήσυχο, η μουσική είχε σταματήσει και ο σερβιτόρος είχε χαθεί εδώ και πολύ ώρα. Άλλο ένα κακό σημάδι, μοναξιά, σκέφτηκε, πίνοντας γρήγορα το υπόλοιπο ποτό.
Την είδε να πλησιάζει, και δευτερόλεπτα αφού μπήκε μέσα άρχισε να βρέχει. Τον πλησίασε και κάθισε στο τραπέζι απέναντί του. Την κοίταξε στα μάτια, πήγε να πει κάτι, αλλά τελικά αποφάσισε να μην μιλήσει. Την σιωπή έσπασε μια άλλη σιωπή, πιο δυνατή, πιο έντονη πιο βαθιά. Με αργές κινήσεις, σαν προμελετημένες απο καιρό, έβγαλε το δαχτυλίδι και το άφησε μπροστά του στο τραπέζι. Ο κόμπος στο στομάχι του ανέβηκε στο λαιμό του και οι λέξεις μετατράπηκαν σε ακατανόητους ήχους.
Κάπου ανάμεσα στις αποτυχημένες προσπάθειες να αρθρώσει κάτι, οτιδήποτε, εκείνη σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Κοιτούσε μια το δαχτυλίδι, ένα σύμβολο πλέον νεκρών υποσχέσεων, μια την ανοιχτή πόρτα. Την είδε να χάνεται μέσα στη βροχή.
Χρονιά αργότερα, στο νεκροκρέβατο του, είπε ότι την είδε να γυρίζει πίσω και να τον κοιτάζει, είπε επίσης ότι όταν αυτός σηκώθηκε όρθιος εκείνη για λίγο σταμάτησε να απομακρύνεται.
Σχεδόν κάνεις δεν τον πίστεψε, κι αν κάποιος τον πίστεψε δεν του έδωσε καμιά σημασία.

Αναζήτηση

Posted in Uncategorized on August 27, 2011 by imprisoned

“Τώρα καταλαβαίνω”, είπε. “Είχες δίκιο, έκανα τόσα λάθη, γύρισε πίσω σε παρακαλώ, θα τα κάνω σωστά αυτή τη φορά”. Αγνοώντας την βροχή αλλά και την λάσπη που είχε αρχίσει να δημιουργείται στα γόνατά του συνέχισε, ” Συγνώμη, έχω μετανοιώσει, το ξέρω, δεν μπορώ να κάνω τίποτα αλλά ήθελα να σου πω τόσα πολλά, να σε ρωτήσω ακόμα περισσότερα.” Είχε σκοτεινιάσει, δεν έβλεπε πλέον σε ποιον μιλούσε ούτε και ποιος τον άκουγε, με μια αυτοκρατορική ελαφρότητα σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τα σύννεφα. Μια απότομη λάμψη και πριν ξεσπάσει η καταιγίδα εκατοντάδες τάφοι αστραψαν γύρω του. Οι νεκροί παρέμειναν σιωπηλοί, και ο τάφος μπροστά στον οποίο είχε γονατίσει έδειχνε ανυπόμονος.

Ανταμοιβή

Posted in Uncategorized on March 31, 2011 by imprisoned
Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου δεν ακουγόταν η μουσική. Το κασετόφωνο έμοιαζε παλαιότερο απο το ίδιο το αμάξι και η κασέτα ηταν κακογραμμένη. Έψαχνε κάποιο φως έξω στη νύχτα να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.
‘Φοβάσαι; ή ως συνήθως ξεμεινες απο αυτοπεποίθηση;’. Η φωνή ακούστηκε απο τη θέση του οδηγού και τον αναγκασε να κοιτάξει προς τα κει, το φως στην ξεφτισμένη οροφή τρεμόπαιξε και κείνος ξαναγύρισε το βλέμμα στο σκοτάδι εξω απο το τζάμι, σαν να φοβόταν πραγματικά να την κοιτάξει.
‘Όχι’,  ψιθύρισε, ‘καθόλου’
‘Τότε γιατί δεν είπες τίποτα όταν . . .’
‘επειδή’, ξεκίνησε να λέει διακόπτοντας την ‘αυτά που μου είπες σήμερα με αναστάτωσαν, με πλήγωσαν ίσως, και το ότι ήταν όλα αλήθεια δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρό, θα έπρεπε να σου μιλήσω με τον ίδιο τρόπο, περισσότερο απο αυτοάμυνα παρά επειδή το ήθελα. Δεν μπορούσα να αφήσω να συμβεί αυτό, δεν γινόταν να ρισκάρω να σου δημιουργήσω τα ίδια συναισθήματα, δεν θα επέτρεπα να γίνω για σένα αυτό που δεν άντεχα να είσαι εσύ για μένα.’
Όταν γύρισε προς το μέρος της ξανά, εκείνη δεν κοίταζε πλέον τον δρόμο, αλλά έσκυβε ελαφρός προς το μέρος του. Κινήθηκε κι αυτός αργά και λίγο πριν αγγίξει τα χείλη της τα φώτα ενός φορτηγού άρχισαν να αναβοσβήνουν στο παρμπρίζ καθώς αυτό άρχισε να κορνάρει έντονα.
Κανείς τους δεν το άκουσε.

Ήρεμη θέα

Posted in Uncategorized on June 20, 2009 by imprisoned

Καθόταν αρκετή ώρα διπλά στο τζάμι, και παρόλο που το βλέμμα του είχε καρφωθεί κάπου έξω, το μυαλό ήταν ήδη μακριά. Το μοναδικό φως του δωματίου έμπαινε από την μισάνοιχτη εξώπορτα∙ μπροστά της μια σκοτεινή γυναικεία φιγούρα στεκόταν με μια βαλίτσα στο χέρι και τον κοίταζε. Εκείνος δεν τις έριξε ούτε ένα βλέμμα, δεν κοίταξε καθόλου προς το μέρος της, δεν κοίταξε ούτε όταν εκείνη του είπε φεύγω και έκλεισε την πόρτα πίσω της, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι.
Είχε αρχίσει να βουρκώνει, και παρά τις προσπάθειές του, ήξερε οτι ήταν θέμα χρόνου να αρχίσει να κλαίει σαν μικρό παιδί. Ασυναίσθητα, έσφιξε την φωτογραφία της που κρατούσε στο δεξί του χέρι, τόσο που αυτή άρχισε να σχίζεται, την κοίταξε αργά και δεν μπόρεσε να αποφύγει τον συνειρμό, εσύ την καρδιά μου εγώ την φωτογραφία σου.
Ο πόνος στο στήθος μεγάλωνε, και μετά βίας σύρθηκε στο κρεβάτι. χαμογέλασε πικρά στη σκέψη οτι αύριο όλοι θα υπέθεταν οτι αυτός ο μοναχικός άντρας πέθανε στον ύπνο του από κάποια άγνωστη, δύσκολη στην προφορά ασθένεια της καρδιάς, κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε οτι πέθανε από θλίψη, σκληρή μαύρη σαν πίσσα θλίψη.

Ήχοι

Posted in Uncategorized on November 21, 2008 by imprisoned

Μια ηλικιωμένη γυναίκα προχώρησε στο βάθος του διαδρόμου. Η έκθεση θα έκλεινε σύντομα και ήθελε να προλάβει. Προσπέρασε γρήγορα ένα ταλαίπωρο γέρο που αγκομαχούσε να καθαρίσει την αίθουσα και έφτασε στην άλλη άκρη της.
Στάθηκε μπροστά στον πινάκα και πηρέ μια βαθιά ανάσα, κοίταξε την νεαρή , εντυπωσιακή γυναίκα στον καμβά και παραλίγο να βουρκώσει. Η γυναίκα στον πίνακα ήταν σχεδόν γυμνή, και το μόνο που έπαιρνε την προσοχή σου από τα καταπράσινα μάτια της ήταν ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο δεξί της χέρι με μια εξίσου καταπράσινη πέτρα.
Κάθισε σε ένα πάγκο και συνέχισε να κοιτάζει. Τώρα έκλεγε. Θυμήθηκε ποσό δυσκολεύτηκε ο νεαρός ζωγράφος την πείσει να κάνει αυτόν τον πίνακα, θυμήθηκε πόσο λυτρωτικά όμορφος ήταν, πόσο πάθος αναπτύχτηκε εκείνη την νύχτα, αλλά επίσης και πόσο γρήγορα τελείωσαν όλα. Δυο νέοι από μακρινές πόλεις, διαφορετικές οικογένειες, μια θερμή νύχτα ήταν όλα όσα είχαν να θυμούνται ο ένας απ τον άλλο, μια νύχτα, πολλές υποσχέσεις και το δαχτυλίδι που του είχε δώσει μόλις εκείνος τελείωσε τον πίνακα. Από τότε δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ, κι εκείνη έμεινε να σκάφτεται τι θα είχε γίνει αν τον είχε ακολουθήσει σε εκείνο το ταξίδι που τις είχε προτείνει.
Εν τω μεταξύ, ο κακοντυμένος και μεγάλος σε ηλικία κύριος που καθάριζε τη αίθουσα ήρθε κοντά της και κοίταξε τον πίνακα. Βλέποντας την να κλαίει άπλωσε το χέρι και της προσέφερε ένα μαντίλι,. Εκείνη τον κοίταξε υποτιμητικά, έσπρωξε βιαστικά το χέρι του και προχώρησε προς την έξοδο.
Δεν είδε ποτέ την πράσινη πέτρα που γυάλιζε στο δάχτυλό του.

Αγνοια

Posted in Uncategorized on April 24, 2008 by imprisoned

Ο ηλικιωμένος αυτός κύριος καθόταν κοντά στο παράθυρο. Οι ρυτίδες είχαν σχεδόν καλύψει όλο το πρόσωπό του και τα αδύναμα χείλη του μετα βίας συγκρατούσαν το τσιγάρο . Ο οίκος ευγηρίας, στον οποίο ζούσε τα τελευταία χρόνια, σήμερα είχε πολύ κόσμο, αφού ήταν ημέρα επισκεπτηρίου.Εκείνος παραμένει κολλημένος στο τζαμί και μέσα σε όλο αυτό το πλήθος αισθάνεται πιο μονός από ποτέ. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στον ορίζοντα, έμοιαζε σίγουρος ότι οι δρόμοι τους οποίους παθητικά έκλεινε σε όλη την ανιαρή ζωή του θα ξανανοίγονταν μπροστά του, ότι όλες του οι χαμένες ευκαιρίες θα του χτυπούσαν την πόρτα παρακαλώντας τον αν επανορθώσει. Η βροχή είχε θολώσει το τζαμί, αλλά το βλέμμα του παρέμεινε σταθερό. Ξαφνικά το παράθυρο άνοιξε, ένα δυνατό φως τον τύλιξε, μουσική από έγχορδα τα οποία δεν μπορούσε να δει  κατέκλεισε τα αυτιά του, το ταξίδι στο παρελθόν τον κούραζε συνήθως αλλά τώρα η περασμένη του ζωή έμοιαζε όμορφη. Παιδικές αγάπες, εδώ και καιρό χαμένοι συγγενείς και φίλοι, ανομολόγητοι έρωτες, όλα όσα έκανε όσα από δείλια άφησε να τον προσπεράσουν , τώρα ήταν εκεί, μπροστά του καθησυχάζοντας τον ότι τον συγχωρούσαν, ότι θα είχε κι άλλες ευκαιρίες να διορθώσει τα λάθη του.  Το φως και οι μουσική δυνάμωναν, στο βάθος ξεχώρισε μια γυναικεία μορφή. Προχώρησε προς το μέρος της, κι εκείνη προς το δικό του, όταν πλησίασαν αρκετά εκείνη τον αγκάλιασε και σκύβοντας στο αυτί του του ψιθύρισε «δεν πειράζει». Απαλλαγμένος από το βάρος τον τύψεων για όλα όσα δεν είχε κάνει, αφέθηκε στην αγκαλιά της, ήταν τόσο ευτυχισμένος που δεν πρόσεξε τα φωτά που έσβηναν και την μουσική που χανόταν στο βάθος. Η νοσοκόμα που τον βρήκε το πρωί, καθισμένο στο αναπηρικό του καρότσι με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω αναρωτήθηκε αν αυτή η γκριμάτσα στο προσώπου του γέρου ήταν χαμόγελο.

Μονόδρομος

Posted in Uncategorized on April 7, 2008 by imprisoned

Καθόταν αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέφτη, δεν είχε καταφέρει να βρει ούτε τις αιτίες ούτε την αφορμή για τα βουρκωμένα του μάτια. Μπορεί να έφταιγε το άλλο μισό του κρεβατιού, που τώρα είναι άδειο, μπορεί όλα αυτά που ποτέ δεν τόλμησε, συσσωρευμένα πλέον σε κάποια σκοτεινή γωνία του μυαλού να τον πιέζουν για μια μια συναισθηματική αποφόρτιση. Χρειαζόταν ένα δυνατό σοκ, κάτι να ταρακουνήσει το υποσυνείδητο του και να την ξεριζώσει από κει, μετά από τόσο καιρό κι ακόμα η μορφή της τριγυρνούσε στους κυκεώνες του μυαλού του ένιωθε να χάνει τον έλεγχο, ένα πιόνι του ιδίου του του εαυτού.

Ακούστηκαν βήματα στις σκάλες, γρήγορα προχώρησε προς το παράθυρο, κοίταξε κάτω στο κενό, χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό του, ένας χτύπος στην πόρτα τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Ξανακοίταξε κάτω, μια παράδοξη γκριμάτσα εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, σαν να είχε βρει την λύση για όλα του τα προβλήματα. Ξανά το χτύπημα στην πόρτα, «όποιος και να ναι ήρθε πολύ αργά» ψιθύρισε.

Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το λιγοστό φως από την ανατολή του ηλίου και το σκοτάδι του δωμάτιου, την έκαναν να φαίνεται σαν κάποια αλλόκοτη καρικατούρα. Φώναξε το όνομα του κι όταν δεν πήρε απάντηση προχώρησε προς τα μέσα. Κοίταξε απέναντι της το ανοιχτό παράθυρο και την κουρτίνα χορεύει στα σφυρίγματα του ανέμου, και τότε το φιλντισένιο της χαμόγελο άρχισε να ξεθωριάζει.

Ασήμαντες στιγμές

Posted in Uncategorized on March 19, 2008 by imprisoned

Είχε αρχίσει το ψιλόβροχο, και τότε την είδε, μόνη σε μια στάση να περιμένει. Ένιωσε ένα μούδιασμα στο στομάχι, και μια απροσδιόριστη δυσκολία να αναπνεύσει, έκοψε ταχύτητα και άρχισε να την παρατηρεί καθώς την πλησίαζε.
Παρόλο τον ανορθόδοξο τρόπο γνωριμίας τους, μια δευτέρα σε ένα μπαρ με πολύ αλκοόλ και νικοτίνη στην ατμόσφαιρα, δεν είχε καταφέρει να την βγάλει από το μυαλό του αρκετούς μήνες τώρα. Σαν θεϊκή παρέμβαση του φάνηκε αυτή η δεύτερη ευκαιρία να της μιλήσει, να της πει όλα αυτά που τόσο καιρό προετοίμαζε σε περίπτωση που την ξανασυναντούσε, όλα αυτά που τον άφηναν ξάγρυπνο τα βράδια, να της πει ότι απλά και μόνο η ύπαρξη της αποτελεί εχέγγυο για την τη ευτυχία του. Αντ’αυτού όμως έκατσε λίγο παραδίπλα με σκυμμένο κεφάλι σαν να ντρεπόταν για κάτι.
Σε λίγο τους πλησίασε το λεωφορείο, καθώς ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί, ένιωσε κάτι να τον τραβάει, γύρισε και την είδε να τον κρατάει από τον ωμό χαμογελώντας, «με θυμάσαι», τον ρώτησε∙ αισθάνθηκε την καρδιά του να ανεβοκατεβαίνει στο στήθος του, «δεν σε ξέχασα ποτέ», ήταν έτοιμος να απαντήσει, αλλά τελικά το μονό που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «ναι», και χώθηκε μέσα στο πλήθος χωρίς και ο ίδιος να καταλάβει τι προσπαθούσε να αποφύγει τόσο βιαστικά.